- χλοιδέσκουσαι
- Α(κατά τον Ησύχ.) «γαστρίζουσαι».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλιαίνω — ΝΜΑ νεοελλ. (ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρό μσν. αρχ. θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.) αρχ. 1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 2. μτφ.… … Dictionary of Greek